- στρατεύσιμον
- στρατεύσιμοςfit for military servicemasc/fem acc sgστρατεύσιμοςfit for military serviceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατεύσιμος — η, ο / στρατεύσιμος, ον, ΝΑ [στράτευσις] 1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος (για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία νεοελλ. (νομ.) ο… … Dictionary of Greek